(ε)ξωμερίτης

(ε)ξωμερίτης
(ε)ξωμερίτης
ο
θηλ. -τισσα αυτός που κατάγεται ή ήρθε από τα έξω μέρη, αλλοδαπός, ξένος: Να μην ακούσουν για τους εξωμερίτες (Ι. Δραγούμης).
ξωμερίτης
ο
θηλ. -ίτισσα ο όχι ντόπιος, ο ξένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξωμερίτης — ο, θηλ. ξωμερίτισσα 1. αυτός που κατάγεται από ξένο μέρος, αλλοδαπός, ξένος 2. αυτός που είναι εγκατεστημένος στην εξοχή, ξωμάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξωμερίτης, με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε ] …   Dictionary of Greek

  • εξωμερίτης — και ξωμερίτης, ο (θηλ. εξωμερίτισσα) αυτός που ήρθε ή κατάγεται από άλλο μέρος, από άλλη περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξώ μερον + επίθ. ίτης, πρβλ. μαυραγορ ίτης] …   Dictionary of Greek

  • ξωμερίτικος — η, ο [ξωμερίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξωμερίτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”