- (ε)ξωμερίτης
- (ε)ξωμερίτηςοθηλ. -τισσα αυτός που κατάγεται ή ήρθε από τα έξω μέρη, αλλοδαπός, ξένος: Να μην ακούσουν για τους εξωμερίτες (Ι. Δραγούμης).ξωμερίτηςοθηλ. -ίτισσα ο όχι ντόπιος, ο ξένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.